καταδικαστέος

καταδικαστέος
reprehensible

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταδικαστέος — α, ο αυτός που μπορεί ή πρέπει να καταδικαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] …   Dictionary of Greek

  • κολάσιμος — η, ο αυτός που είναι άξιος τιμωρίας, αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί, καταδικαστέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”